μπενετάδα

μπενετάδα
η
1. αποχαιρετιστήριο γεύμα
2. (κατ' επέκτ.) αποχαιρετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. benandata «φιλοδώρημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπενετάδα — η (λ. ιταλ.), αποχαιρετιστήριο γεύμα, κέρασμα: Πριν φύγω για το στρατό έκανα μπενετάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”